|
ΑΠ: Πότε και πώς ξεκίνησε η εμπλοκή σου με τους αγώνες;
ΓΦ: Το 2000 κι ενώ βρισκόμουν στην Αγγλία, παρακολουθούσα τα Ενιαία κύπελλα
των εταιρειών, τα οποία παρουσίαζαν αρκετό συναγωνισμό και δε σου κρύβω πως
ζήλευα, ήθελα να συμμετάσχω κι εγώ. Εκείνη την περίοδο είχα τελειώσει το
πανεπιστήμιο, οπότε επιθυμούσα να τρέξω με κάποιον τρόπο. Έτσι, το 2001 ξεκίνησα
στο Volkswagen Polo Cup,
όπου όλοι οδηγούσαμε πανομοιότυπα Polo N1, 1400 κ.εκ., ενώ την επόμενη χρονιά μεταπήδησα
στο Peugeot Cup,
έχοντας στα χέρια μου πλέον ένα Peugeot 206. Στο συγκεκριμένο Κύπελλο συμμετείχα και το
2003.
ΑΠ: Μίλησε μας για τα πρώτα χρόνια σου στο νησί. Πώς ήταν, υπήρχε
συναγωνισμός;
ΓΦ: Ο συναγωνισμός ήταν πάρα πολύ μεγάλος. Το 2001 που έτρεχα στο Polo Cup,
στα αντίστοιχα Cup της Peugeot και της Ford, συμμετείχαν οι Kris Meeke και Guy
Wilks, οι οποίοι μετέπειτα εξελίχθηκαν σαν οδηγοί, αν και εκείνη τη χρονιά
κανείς τους δεν είχε κατακτήσει τον τίτλο. Την επόμενη χρονιά, στο Peugeot Cup
που συμμετείχα, κέρδισε ο Ιρλανδός Gary Jennings, ο οποίος αγωνίζεται μέχρι σήμερα
με αξιώσεις στο πρωτάθλημα της χώρας του. Η στήριξη και η βοήθεια από τις
αντιπροσωπείες ήταν μεγάλη, καθώς μας έδιναν χρήσιμες συμβουλές για το πώς θα
βελτιωθούμε σαν οδηγοί. Το 2002 που ο Richard Burns είχε υπογράψει με την
Peugeot, μας είχε κάνει σεμινάριο δίνοντάς μας πολύτιμες συμβουλές για το πώς
θα γίνουμε επαγγελματίες οδηγοί. Μην ξεχνάς πως ο Burns είχε ξεκινήσει κι αυτός
από ενιαίο με Peugeot 205. Αυτά τα Ενιαία, μάλιστα, μάζευαν πάνω από 20
συμμετοχές σε κάθε αγώνα, ενώ λόγω και του συναγωνισμού, αρκετοί ξένοι οδηγοί
τα προτιμούσαν. Χαρακτηριστικά, θυμάμαι, είχε έρθει ένας Φιλανδός (Marko
Rämänen), ένας Ισπανός (Joan Roca), αλλά και ο μετέπειτα Καναδός πρωταθλητής
Patrick Richard. Η Βρετανία εκείνα τα χρόνια ήταν το σίγουρο μέρος που πήγαινε
ο οδηγός, προκειμένου να κάνει τα πρώτα του βήματα και να εξελιχθεί περαιτέρω,
μέσω αυτών των πολύ ανταγωνιστικών Cup.
ΑΠ: Η συνέχεια για σένα το 2003 περιελάμβανε κάποιους χιονισμένους αγώνες
στη Νορβηγία. Πώς προέκυψε αυτή η συμμετοχή σου;
ΓΦ: Μέσω του Ενιαίου της Peugeot είχα γνωρίσει αρκετούς οδηγούς, κυρίως Βρετανούς, οι οποίοι είχαν
επισκεφτεί τη σχολή οδήγησης του Haugland στη Νορβηγία. O John Haugland ήταν οδηγός αγώνων τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 και μετέπειτα
δημιούργησε μια δική του σχολή οδήγησης στο χιόνι που απευθυνόταν μόνο σε
οδηγούς αγώνων. Είχε τη δυνατότητα να πάει ο κάθε ενδιαφερόμενος με το δικό του
αυτοκίνητο, να παρακολουθήσει τα σεμινάρια, να οδηγήσει στην παγωμένη λίμνη για
μια εβδομάδα και έπειτα στις ειδικές διαδρομές κάποιου αγώνα. Μου άρεσε όλο
αυτό και το 2003 παρακολούθησα το σεμινάριο, ενώ σύντομα αγόρασα ένα Nissan Almera για να τρέξω στους
αγώνες της Νορβηγίας. Στην πορεία έκανα αρκετούς φίλους και καθ’ ότι το Λονδίνο
απέχει μόλις 1 ώρα αεροπορικώς από τη Σκανδιναβική χώρα, έλαβα μέρος σε
αρκετούς αγώνες εκεί. Όλα τα ράλλυ που βρέθηκα ήταν στο χιόνι, καθώς αυτή η
επιφάνεια είναι μεγάλο σχολείο.
ΑΠ: Έχοντας συμμετάσχει σε αρκετούς
αγώνες του εξωτερικού, αλλά και δύο φορές στο Ράλλυ Ακρόπολις, ποιόν αγώνα θα
ξεχώριζες όλα αυτά τα χρόνια και γιατί;
Γ.Φ.: Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιον συγκεκριμένο αγώνα, καθώς κάθε ένας
είναι ξεχωριστός και έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες. Το Ράλλυ της Καταλωνίας
το 2006 ήταν ένας φανταστικός, ασφάλτινος αγώνας, όπως επίσης και το Ράλλυ της
Ουαλίας που διεξάγεται σε λασπωμένες ειδικές, κάτι που σπάνια συναντάς αλλού.
Από την άλλη, το Ακρόπολις είναι ένας ιδιαίτερος αγώνας για μένα, καθώς
διεξάγεται στην πατρίδα μου. Είναι όμορφα σχεδιασμένος και σκληρός, με μεγάλη
ιστορία. Βέβαια, ανέκαθεν ήθελα να κάνω αγώνες που μου άρεσαν, όπως το Ράλλυ
Σαν Ρέμο ή την Κορσική, καθώς είναι πολύ τεχνικοί. Δε σου κρύβω, επίσης, πως
θέλω πολύ να τρέξω στο Ράλλυ Σουηδίας, που είναι ένας αγώνας παγκοσμίου
επιπέδου, «σοβαρός» καθ’ ότι διαρκεί 3 ημέρες και διεξάγεται στην αγαπημένη
μου, χιονισμένη επιφάνεια.
Α.Π.: Προτιμάς το χιόνι δηλαδή…
Γ.Φ.: Ναι, είναι η αγαπημένη μου επιφάνεια, καθώς είναι πολύ διασκεδαστικό.
Έχεις πολύ πρόσφυση, σχεδόν την ίδια με το χώμα, ίσως και λίγο περισσότερη,
απλώς πρέπει να τα κάνεις όλα λίγο πιο νωρίς. Πρέπει, δηλαδή, να στήσεις το
αυτοκίνητο 30 μέτρα πριν τη στροφή, οπότε ακολουθείς ένα συγκεκριμένο στυλ
οδήγησης, το οποίο είναι διασκεδαστικό, καθώς το αυτοκίνητο στις στροφές
συνεχώς γλιστράει με το πλάι, κάτι που μου αρέσει.
Α.Π.: Αν έπρεπε να ξεχωρίσεις την κορυφαία στιγμή της καριέρας σου, ποια θα
ήταν αυτή;
Γ.Φ.: Δε θα σου απαντήσω με συγκεκριμένη στιγμή, αλλά με χρονιά. Το 2003
είχα αρκετή τριβή με τους αγώνες, καθώς έκανα γύρω στα 20 ράλλυ, έχοντας
παράλληλα την πρώτη μου επαφή με τετρακίνητο. Έτρεξα τον πρώτο μου αγώνα με Nissan Almera στη Νορβηγία, συμμετείχα στο Peugeot Cup και έκανα το
Ακρόπολις, το οποίο ευχαριστήθηκα, καθώς υπήρχε συναγωνισμός μέχρι την
τελευταία ειδική. Από εκεί και πέρα, αφού δεν κατάφερα να ασχοληθώ
επαγγελματικά, το αντιμετώπισα σαν χόμπι και προσπαθούσα να το διασκεδάζω.
Α.Π.: Πέρασε δηλαδή από το νου σου να το ακολουθήσεις πιο επαγγελματικά;
Γ.Φ.: Πάντα το ήθελα, αλλά ήταν αρκετά δύσκολο. Σίγουρα, πριν χρόνια, είχα
σκεφτεί να ακολουθήσω ένα θεσμό του Παγκοσμίου, αλλά το κόστος ήταν αρκετά
υψηλό. Έπρεπε να αφοσιωθείς 100% και να ψάχνεις για χορηγίες, οπότε ή θα
κοιτάξεις ποιό επάγγελμα θα ακολουθήσεις στη ζωή σου, ή όλη μέρα θα προσπαθείς
να κυνηγάς τη χορηγία, κάτι που ακολούθησαν χωρίς επιτυχία εκατοντάδες οδηγοί,
χάνοντας εν τέλει …και δέκα χρόνια από τη ζωή τους. Εγώ συνειδητοποίησα σχετικά
νωρίς ότι πρέπει να δω τους αγώνες σαν χόμπι και όχι επαγγελματικά. Θυμάμαι το
2002 ήμουν στην ίδια ομάδα με τον Jari-Matti Latvala, ο οποίος ήταν 17 ετών και δεν είχε βγάλει
δίπλωμα ακόμα στη χώρα του. Τότε, ο manager του, Timo Jouhki, τον
είχε φέρει στην Αγγλία για να κάνει τους πρώτους του σοβαρούς αγώνες με Renault Clio N3. Αμέσως, έβλεπα τη
διαφορά, καθώς ο Latvala, παρ ‘ότι ανήλικος, είχε ένα υψηλό μπάτζετ για αρκετούς αγώνες στο νησί.
Από την άλλη, εγώ στην ηλικία των 25 πάλευα μόνος μου να βρω χορηγούς και να αρχίσω
την καριέρα μου. Οπότε αμέσως μπορείς να καταλάβεις τις διαφορές. Μην ξεχνάς
πως για να διακριθείς πρέπει να ξεκινήσεις από μικρή ηλικία, προκειμένου να
εξελιχθείς, να έχεις το απόλυτο ταλέντο αλλά κυρίως ένα υψηλό μπάτζετ. Πολλά
είναι τα παραδείγματα οδηγών, οι οποίοι παρ ‘ότι είχαν το ταλέντο πέτυχαν κάτι
καλό για μια χρονιά και έπειτα ξεχάστηκαν εξαιτίας έλλειψης προϋπολογισμού.
Α.Π.: Το 2006, μαζί με τον Λάμπρο Αθανασούλα είχατε συμμετάσχει στο Ράλλυ
Καταλωνίας. Σε αντίθεση με το Λάμπρο που ακολούθησε το Fiesta Sport Trophy εκείνη τη χρονιά, εσύ έκανες μία one-off εμφάνιση στο Παγκόσμιο. Πώς και δεν ακολούθησες το θεσμό;
Γ.Φ.: Η συμμετοχή μου στην Καταλωνία έγινε εξαιτίας της ομάδας με την οποία
έλαβα μέρος στο Ακρόπολις το 2005. Χωρίς να υπάρχει προοπτική, είπαμε να
δοκιμάσουμε να κάνουμε τον εναρκτήριο αγώνα του Trophy προκειμένου να δούμε που βρισκόμαστε σε σχέση με
το συναγωνισμό. Αν και δεν είχαμε δηλώσει στο θεσμό, τερματίσαμε δεύτεροι
μεταξύ των συμμετεχόντων. Δυστυχώς εκείνη τη χρονιά δεν είχα βρει το
απαιτούμενο μπάτζετ για να συνεχίσω.
Α.Π.: Αυτή πρέπει να είναι η τελευταία σου μέχρι σήμερα συμμετοχή σε αγώνα
του Παγκοσμίου;
Γ.Φ.: Ναι, έκτοτε δεν έτυχε να βρεθώ σε άλλον αγώνα του WRC, καθώς το να κάνεις
αγώνες του Παγκοσμίου για να πεις ότι έτρεξες στο κορυφαίο πρωτάθλημα δεν έχει
νόημα. Πρέπει να έχεις κάποιο στόχο σε κάθε αγώνα και να μη σπαταλάς το μπάτζετ
σε αγώνες χωρίς ουσία. Για παράδειγμα, η συμμετοχή μου στο Ακρόπολις έχει νόημα,
καθώς διεξάγεται στα χώματά της πατρίδας μου, στο μέλλον μπορεί να υπάρξει
χορηγικό ενδιαφέρον από εταιρείες και είναι μια ευκαιρία να αναμετρηθώ με τους
Έλληνες. Αντιθέτως, δε θα είχε κάποιο αντίκρισμα να πήγαινα για παράδειγμα να
έκανα μεμονωμένα το Ράλλυ της Αυστραλίας, στο οποίο θα έδινα μια περιουσία
χωρίς κάποια προοπτική, εκτός εάν ήταν μέρος ενός θεσμού που θα ακολουθούσα.
Α.Π.: Είσαι ο μοναδικός Έλληνας που έχει οδηγήσει τόσο το Hyundai Accent WRC όσο και το Skoda Octavia WRC σε αγώνα του Παγκοσμίου. Ποιο σου άρεσε
περισσότερο;
Γ.Φ.: Το Accent ήταν
καλύτερο αυτοκίνητο σε σχέση με το Octavia, το οποίο θα χαρακτήριζα αρκετά βαρύ και
δυσκίνητο. Μου είχε δοθεί το 2004 μια ευκαιρία να κάνω το Ράλλυ Ουαλίας στο
δεύτερό μου σπίτι με το Accent WRC, καθώς ο David Higgins δεν κατάφερε τελικά να τρέξει. Δυστυχώς εγκαταλείψαμε την πρώτη μέρα και μη
θέλοντας να ρισκάρουμε επιλέξαμε να μη συνεχίσουμε. Οι δοκιμές που είχα κάνει
και με τα δύο αυτοκίνητα ήταν ελάχιστες, ενώ στη συνέχεια ήρθαν νωρίς οι
εγκαταλείψεις, καθώς και με το Octavia βγήκα εκτός. Γενικά, μου άφησαν μια γλυκόπικρη γεύση.
Α.Π.: Όλα αυτά τα χρόνια έχουν καθίσει δίπλα σου πάνω από 10 διαφορετικοί
συνοδηγοί. Πώς και δεν υπήρξε σταθερότητα;
Γ.Φ.: Το πιο σημαντικό είναι να ταιριάζεις
με κάποιο συνοδηγό και κυρίως να υπάρχει διαθεσιμότητα. Αφού δεν ασχολούμαι
επαγγελματικά, πρέπει το Σαββατοκύριακο του αγώνα ο συνοδηγός να μην έχει άλλη
υποχρέωση. Βέβαια, μην ξεχνάς πως οι επιλογές μου ήταν λίγες, τουλάχιστον όσον
αφορά Έλληνα συνοδηγό, καθώς οι σημειώσεις μου είναι στα αγγλικά. Ο Δημήτρης (Σαΐνης) είχε έρθει στη Νορβηγία,
όπου είχαμε κάνει μαζί δοκιμές, του άρεσε όλο αυτό, παρακολούθησε incar με αγγλικές σημειώσεις και έτσι προσαρμόστηκε πιο εύκολα.
Α.Π.: Μετά από τόσες συμμετοχές στο εξωτερικό και κάνοντας διάλειμμα ενός
χρόνου, πώς πήρες την απόφαση πέρυσι να τρέξεις στην Ελλάδα μετά από 8 χρόνια;
Γ.Φ.: Έχοντας γνωρίσει το Δημήτρη (Σαΐνη) από τους αγώνες που
κάναμε στη Νορβηγία, με παρακίνησε να τρέξουμε στα πάτρια εδάφη. Η συμμετοχή
μου σε δύο σπριντ το 2013 έγινε προκειμένου να …«ξεσκουριάσω» και να δοκιμάσω
το αυτοκίνητο, καθώς είχα να τρέξω σε χωμάτινο αγώνα από το Ράλλυ Ακρόπολις του
2005. Τα υπόλοιπα χρόνια έκανα μόνο «χιονισμένους» αγώνες, με εξαίρεση την
ασφάλτινη Καταλωνία. Παράλληλα, η Ελλάδα είναι πιο εύκολη και είναι όλα έτοιμα,
καθ’ ότι η προετοιμασία του αυτοκινήτου γίνεται από την RSD κι ο συνοδηγός μου
κανονίζει τα διαδικαστικά. Μάλιστα, φέτος το πρόγραμμα στην Ελλάδα φαίνεται να
είναι αρκετά ελκυστικό, καθώς το Ακρόπολις είναι διήμερο και μικτό. Δε
γνωρίζουμε αν θα ακολουθήσουμε όλο το πρωτάθλημα, μετά τον αγώνα θα
αποφασίσουμε για τη συνέχεια.
Α.Π.: Τι περιλαμβάνει το πρόγραμμα μετά το
Ακρόπολις;
Γ.Φ.: Όπως προανέφερα, δεν έχουμε συγκεκριμένα σχέδια. Σίγουρα αν τρέξουμε, θα
κάνουμε κάποιους αγώνες στην Ελλάδα που το στήσιμο και η οργάνωση είναι πιο
εύκολη, χάρη στην ομάδα και στο συνοδηγό μου που τα κανονίζουν. Πάντα ήθελα να
κάνω αγώνες στη χώρα μου και τώρα είναι μια καλή ευκαιρία. Δυστυχώς, λόγω
δουλειάς δεν έχω χρόνο να οργανώσω κάποιον αγώνα στο εξωτερικό.
Ο Φιλιππίδης τερμάτισε στην πέμπτη θέση στο ασφάλτινο σκέλος, έχοντας μια
έξοδο στην πρώτη στροφή του αγώνα, η οποία του κόστισε πολύτιμο χρόνο, ενώ η
δεύτερη δεν ξεκίνησε και με τον καλύτερο τρόπο, καθώς στην Κλένια έσπασε το
διαφορικό. Παρ ‘όλα αυτά, στο δεύτερο loop, ανέκαμψε και κέρδισε όλες τις ειδικές. Εμείς δεν
έχουμε παρά να ευχαριστήσουμε πολύ το Γιώργο Φιλιππίδη για τη συνέντευξη που
μας παραχώρησε και να του ευχηθούμε καλή επιτυχία στην καριέρα του!
|